Μυστικά Τοπία

 

Αυτό που καταρχήν εντυπωσιάζει στα έργα του Γιάννη Μιχαηλίδη, τόσο στους παλαιότερους παραστατικούς του πίνακες όσο και στους πιο πρόσφατους, είναι η φειδώ με την οποία αντιμετωπίζει τα περιγραφικά στοιχεία και η λιτότητα των χρωμάτων του. Ενώ όμως η χρήση των χρωμάτων είναι περιορισμένη, οι τονικότητές τους ήταν κατ' αντιδιαστολή ανέκαθεν πλούσιες.

Το δεύτερο πράγμα που εντυπωσιάζει είναι ότι, όχι μόνο όταν πρόκειται για παραστατική ζωγραφική, αλλά ίσως ακόμη περισσότερο στις αφηρημένες του συνθέσεις, δημιουργείται μια εντύπωση τοπίων. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι ο καλλιτέχνης προβάλλει τα δικά του εσωτερικά ζωγραφικά τοπία. Ισως πάλι να οφείλεται στη σχέση που διατηρεί με τη φύση και στην ανάγκη του να τη μιμηθεί, επεμβαίνοντας στα έργα με μεγαλύτερη ταχύτητα απ' ό,τι εκείνη, αλλά κατά τον ίδιο τρόπο που αυτή θα τα αλλοίωνε σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Έτσι, η διαδικασία της ζωγραφικής στο έργο του Γιάννη Μιχαηλίδη συνδυάζεται με τις παραξενιές της φύσης και του καιρού, με το στέγνωμα στον ήλιο, με το ξέσχισμα του αέρα, με την υγρασία της βροχής, με τις οξειδώσεις που δημιουργεί το αλάτι της θάλασσας. Ακόμη και στα σημερινά μονόχρωμα έργα που την πρωτοκαθεδρία δεν έχει το τοπίο, αλλά εμφανώς τα ίδια τα υλικά του ζωγράφου, αναγνωρίζει κανείς στοιχεία τόπων. Αυτό είναι συνεπές με την άποψη του Γιάννη Μιχαηλίδη για τη ζωγραφική, την οποία σαφώς ο ίδιος «κατοικεί», ως τόπο. Τα νέα του έργα περιστρέφονται και αυτά γύρω από τα θέματα της υλικότητας της ζωγραφικής και της ύλης των στοιχείων που χρησιμοποιεί, ενώ προστίθεται και η παράμετρος της παραπλάνησης του θεατή. Ο Γιάννης Μιχαηλίδης κάνει τα έργα του να «μυρίζουν» θαλάσσια αύρα. Μετατρέπει οπτικά τα χαρτιά σε μέταλλα και κάνει τα «μεταλλικά» πλέγματα των μεγάλων του συνθέσεων να τρίζουν από τη σκουριά. Ενώ ούτε μέταλλο ούτε σκουριά υπάρχουν στην πραγματικότητα. Έχει, όμως, ενδυθεί ο ίδιος το ρόλο ενός επιστήμονα-μάγου σε ένα περίεργο εργαστήριο παραγωγής φυσικών φαινομένων που συνδυαζόμενα με τη ζωγραφική δημιουργούν έργα τέχνης.

Η σε αισθητικό και εννοιολογικό επίπεδο αποκάλυψη του μυστηρίου τόσο της ζωγραφικής επιφάνειας όσο και της ίδιας της ζωγραφικής πράξης είναι ζήτημα που απασχολεί εδώ και χρόνια τον Γιάννη Μιχαηλίδη. Κατευθύνοντας σταθερά τη σύνθεση εκεί που αυτός θέλει και προεκτείνοντας τα όρια της «καθαρής» ζωγραφικής, άλλοτε με επικολλήσεις και σχισίματα και άλλοτε με βρεξίματα και στεγνώματα, επιτρέπει χωρίς φόβο την παρέμβαση του τυχαίου στην ολοκλήρωση του έργου. Ως άνθρωπος του εργαστηρίου ανιχνεύει συνεχώς τις δυνατότητες των υλικών του και προσθέτει νέους τρόπους γραφής, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση των κυψελών που προκύπτουν από τα οικοδομικά πλέγματα.

Ο Γιάννης Μιχαηλίδης εφοδιάζει τα έργα του και με τη διάσταση του χρόνου, την οποία επίσης εγγράφει στην εικόνα τους. Διότι οι πίνακές του με κάθε αλλοίωση «μετρούν» και «δείχνουν» το χρόνο που περνά, αφήνοντας εμφανή τα σημάδια του πάνω στην ίδια την επιφάνειά τους.

Τα χρώματά του, αν και λιγοστά, αποτελούν μελέτες της τονικότητας, κρατώντας ένα ρυθμό σχεδόν μουσικό,
που άλλοτε βαθαίνει και άλλοτε σβήνει. Το πώς η μνήμη του τοπίου συνδυάζεται με τη μουσική και τη φυσική και γίνονται «ζωγραφική, ποιήματα, σχήματα και λέξεις» είναι, όπως έγραφε το 1993 ο Γιάννης Κοντός, «ένα μυστήριο». Σε κάθε περίπτωση είναι σίγουρο ότι, για να γίνουν τέτοια έργα, χρειάζεται αγάπη, αλήθεια και ποίηση. Ο Γιάννης Μιχαηλίδης τα διαθέτει και γι' αυτό είναι από τους ζωγράφους που σε πείθουν ότι το τέλος της ζωγραφικής είναι ακόμη πολύ μακριά.

Κατερίνα Κοσκινά

(Από τον κατάλογο της έκθεσης «Γιάννης Μιχαηλίδης, Ο ήχος της σκουριάς», γκαλερί
Νέες Μορφές, Αθήνα,
Μάρτιος 2002