Τα ύδατα του γκρίζου στη ζωγραφική του Γ. Μιχαηλίδη

 

Η μοναδική πατρίδα που έχει ο άνθρωπος είναι τα παιδικά του χρόνια. Αυτό, το φορτισμένο, από βιώματα, κομμάτι της ζωής είναι μια χώρα ολόκληρη: χώρα δική του˙ γεμάτη αινίγματα και δαιδαλώδη υποκατάστατα. Τόπος μαγνητικός κι αυθαίρετος: με μεγεθύνσεις και σμικρύνσεις κατά βούλησιν˙ με χρώματα φανταστικά και με φαντάσματα χρωμάτων. Μοναδικό σημείο αναφοράς και μόνιμο πεδίο επιστροφής.

Κανένας ξένος δεν μπορεί να εισχωρήσει εκεί γιατί είναι το προσωπικό μας ναρκοπέδιο˙ έτοιμο να εκραγεί —όταν θελήσουμε— και να μας φανερώσει πάλι απ’ την αρχή, τα μυστικά του υλικά απ’ τα οποία είμαστε φτιαγμένοι.

Σημείο αναφοράς, λοιπόν, τα παιδικά μας χρόνια, αλλά και φρέαρ άντλησης ουσίας ευεργετικής, μπορούν να γίνουν, κάλλιστα, το εργαστήριο της ψυχής γι’ αυτούς που θέλουν.

Ο Γιάννης ο Μιχαηλίδης είναι ένας απ’ αυτούς, και χρησιμοποιεί γι’ αυτό, το άλλο εργαστήριο, του ζωγράφου: αυτό που ξέρω και εγώ μιας και βρίσκεται εδώ, στην πόλη της Αθήνας, κοντά στο βράχο της Ακρόπολης. Εκεί, κάτω απ’ τη γη, το έχει στήσει, από καιρό, το βαθυσκάφος εργαστήρι του ο Γιάννης, και μ’ αυτό είναι που ταξιδεύει τις νύχτες.

Η πόλη κλείνει ασφυκτικά, από παντού, το χώρο ετούτο και ο ζωγράφος Γιάννης Μιχαηλίδης, μοναχός στην κρυψώνα του, αποσυνδέει τα καλώδια που τον ενώνουν με τα γύρω κι αναχωρεί: προς τα μέσα του και όλο προς τα πίσω. Εκεί, στη χώρα τη δική του, επιστρέφει, κάθε βράδι, ζωγραφίζοντας: σε κείνες τις παλιές αισθήσεις που τον έχουν καθορίσει: στα σκοτεινά τα ύδατα του γκρίζου γυρίζει πάλι απ’ την αρχή: στις θάλασσες τις ανοιχτές που έβλεπε, μικρός, στη Σκιάθο αλλά και στις άλλες τις κλειστές: τις θάλασσες του νου — με τα στεκάμενα νερά ή τις παλίρροιες του παιδικού του φεγγαριού: στα παραισθητικά τοπία, που αλλάζαν, κάθε τόσο, σχήματα, ψηλά, στα ξύλα του ταβανιού, στους τοίχους του αντικρυνού σπιτιού ή και στις ράχες των σκαριών που σάπιζαν, απ’ τη βροχή και τον αέρα, στα καρνάγια.

Σε κείνες τις εικόνες επιστρέφει ζωγραφίζοντας και τη μαγεία εκείνη προσπαθεί ν’ αποτυπώσει, ακόμη μια φορά, με τα δικά του σύνεργα: με την ψυχή, τη γνώση και τα χρώματα.

Ακολουθώντας ένα δρόμο επίπονο, γράφει και σβήνει, ολοένα, πάνω στο χαρτί. Ξανοίγεται συνέχεια, μεσ’ απ’ τη λάσπη του μυαλού και των ακρυλικών, ώσπου να φτάσει ως την αρχική πηγή του συναισθήματος: στο σπίτι, το παλιό, των αινιγμάτων.

Μεσ’ απ’ τη σύγχρονη αποξένωση, γράφει και ξαναγράφει για να φτάσει ως εκεί. Με αλλεπάλληλες επιστροφές του γκρίζου, που βαθαίνει συνεχώς, στήνει έναν κόσμο ερημιάς. Μιας ερημιάς θερμής και κατοικήσιμης, όπου η τύχη λειτουργεί σαν μουσική, καθώς —με μαεστρία— αφήνεται να παίζει, που και που, το ρόλο, το θαυματουργό, που δικαιούται.

Γνώστης των εργαλείων του, λοιπόν, ο Γιάννης ο Μιχαηλίδης, μας οδηγεί σε χώρους πειστικούς. Χώρους θαλάσσιους μαγικούς όπου η πάχνη της ψυχής απλώνεται και σχηματίζει μυθικές ακτές: γκρίζα νερά που αλλάζουν κατευθύνσεις κι όλο κλείνουν τον ορίζοντα. Νερά πηχτά της αποξένωσης κι άλλα νερά, δραστήρια, απ’ όπου ξεπετάγεται το κρύο ροζ ενός ψαριού ή κάποιου καραβόξυλου — παγίδες και αινίγματα, φωτάκια αναπάντεχα στη θάλασσα της μνήμης.

Χώρους μεγάλης ομορφιάς φτιάχνει ο φίλος μου ο Γιάννης ο Μιχαηλίδης, γιατ’ είναι τόποι της ψυχής, κατοικημένοι απ’ τα συντρίμμια ενός χαμένου παραδείσου.

Χαιρετίζω, λοιπόν, με μεγάλη συγκίνηση την καινούρια του δουλειά, γιατ’ είναι μια ζωγραφική ουσίας: αληθινή, βαθειά και σύγχρονη˙ μοναχική, ποιητική και όμορφη.

Νίκος Χουλιαράς
Φεβρουάριος 1991

(Από τον κατάλογο της έκθεσης «Γιάννης Μιχαηλίδης, Αιγαίο Β´: Τα νερά τού γκρίζου», Γκαλερί Νέες Μορφές, Αθήνα Μάρτιος 1991)